καρτεροκάρδιος

καρτεροκάρδιος
καρτεροκάρδιος, -ον (Μ)
1. καρτερικός
2. αμετάπειστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. μελανο-κάρδιος, σκληρο-κάρδιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”